- μινιατούρα
- η(λ. ιταλ.), ζωγραφιά με μικρές διαστάσεις, η μικρογραφία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μινιατούρα — Βλ. λ. μικρογραφία. * * * η μικρογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. miniatura < λατ. miniatus, a, um, μτχ. τού minio «βάφω με μίλτο»] … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Άκμπαρ — (Ουμαρκότ 1542 – Άγκρα 1605).Ο επιφανέστερος αυτοκράτορας της μογγολικής δυναστείας στην Ινδία. Έμεινε γνωστός ως ο κατεξοχήν Μέγας Μογγόλος (το όνομά του σημαίνει μέγας). Απόγονος του Ταμερλάνου και του Μπαμπέρ, ανέβηκε στον θρόνο 14 ετών και… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Michalis Travlos — (Greek: Μιχάλης Τραυλός) was born in 1950 in Piraeus, Greece. He started his musical studies at Athens National Conservatory in 1970 with Professor Michalis Vourtsis. In 1975, he was accepted to the Hochschule das Künste Berlin, where he studied… … Wikipedia
θραυστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη θραύση ή την πρόθραυση ορυκτών και βράχων. Υπάρχουν θ. με σιαγόνες όμοιες με ένα ζεύγος δαγκάνων, οι οποίες τεμαχίζουν το υλικό που εισάγεται με παλινδρομική κίνηση μεταξύ δύο τμημάτων από χυτοσίδηρο υψηλής αντοχής. Οι… … Dictionary of Greek
μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… … Dictionary of Greek
μικροτέχνημα — το μικρών διαστάσεων έργο τέχνης, μικρό κομψοτέχνημα, μινιατούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) + τέχνημα (< τεχνώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κ.Δ. Μυλωνά] … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek